βάκιλος

βάκιλος
bacille

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • βάκιλος — (bacillus). Γένος χηλαιοπτέρων εντόμων της οικογένειας των φασμιδών. Πολλά είδη ζουν στην Ευρώπη, στις παραμεσόγειες χώρες και στην Αμερική. Είναι αρκετά μακριά σε μήκος (φτάνουν τα 20 25 εκ.) και έχουν λεπτά και μεγάλα πόδια. Δεν έχουν καθόλου… …   Dictionary of Greek

  • βάκιλος — ο μικρόβιο με σχήμα ραβδιού: Η φυματίωση προκαλείται από το βάκιλο του Κοχ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βρογχοπνευμονία — Φλεγμονώδης νόσος που αφορά συγχρόνως τον βλεννογόνο των βρόγχων και το πνευμονικό παρέγχυμα, κατά εστίες. Οι βρογχοπνευμονικές εστίες είναι μεμονωμένες ή συρρέουσες. Η β. προσβάλλει ανθρώπους όλων των ηλικιών, κατά προτίμηση όμως τα μικρά παιδιά …   Dictionary of Greek

  • δυσεντερία — Νόσος του παχέος εντέρου που χαρακτηρίζεται από πόνους στην κοιλιά και βλεννώδεις ή βλεννοαιματηρές κενώσεις. Τα συμπτώματα αυτά μπορεί να οφείλονται σε πολλές αιτίες, αλλά οι συνηθέστερες είναι η αμοιβάδωση του εντέρου, η ελκωτική κολίτιδα και η …   Dictionary of Greek

  • κοκίτης — Οξεία λοιμώδης και μεταδοτική νόσος. Προσβάλλει εκλεκτικά τις ανώτερες αναπνευστικές οδούς και χαρακτηρίζεται από τυπικούς παροξυσμούς σπασμωδικού βήχα, με σπασμό της γλωττίδας και αποβολή λεπτόρρευστης, βλεννώδους απόχρεμψης. Ο κ. προσβάλλει… …   Dictionary of Greek

  • φυματίωση — Λοιμώδης νόσος, που προσβάλλει τον άνθρωπο και μερικά ζώα και προκαλείται από το μυκοβακτηρίδιο της φ., τον βάκιλλο (Mycobacterium tuberculosis) που ανακάλυψε ο Κοχ. Η φ. του ανθρώπου μπορεί να εκδηλωθεί με διάφορες κλινικές εικόνες και εξαρτάται …   Dictionary of Greek

  • αντιβιοτικά — Οργανικέςουσίες που παράγονται από μικροοργανισμούς (μύκητες, ακτινομύκητες, σχιζομύκητες) ικανές να εμποδίζουν την ανάπτυξη των διαφόρων μικροβίων ή ακόμα και να τα σκοτώνουν. Τα α. είναι τυπικά προϊόντα δευτερογενών και μικρών μονοπατιών… …   Dictionary of Greek

  • Κοχ, Ρόμπερτ — (Robert Koch, Κλάουσταλ, Ανόβερο 1843 – Μπάντεν Μπάντεν 1910). Γερμανός μικροβιολόγος. Άρχισε τις έρευνές του για τον κύκλο εξέλιξης του βακτηριδίου του άνθρακα, όταν ήταν ακόμη επαρχιακός γιατρός. Στη συνέχεια αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στη… …   Dictionary of Greek

  • Λέφλερ, Φρίντριχ — (Friedrich August Johannes Löffler, Φρανκφούρτη 1852 – Βερολίνο 1915). Γερμανός μικροβιολόγος. Ήταν γιος στρατιωτικού γιατρού. Σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο Φρίντριχ Βίλχελμ του Βερολίνου. Στη συνέχεια υπηρέτησε τη θητεία του την περίοδο του… …   Dictionary of Greek

  • φυματίωση — φυματίωση, η και φυματίαση, η 1. ανάπτυξη παθολογικών φυματίων. 2. μεταδοτική λοιμώδης αρρώστια, κοινή στον άνθρωπο και τα ζώα, που οφείλεται στο μυκοβακτηρίδιο της φυματίωσης (βάκιλος του Κοχ) και χαρακτηρίζεται από το σχηματισμό φυματίων σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”